- θεόγλωσσος
- θεό-γλωσσος, ον,A with the tongue of a god, γυναῖκες, of poetesses, AP9.26 (Antip. Thess.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεόγλωσσος — θεόγλωσσος, ον (Α) (για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή γλώσσα, που τα ποιήματά του έχουν θεία έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γλωσσος (γλώσσα), πρβλ. ά γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
θεογλώσσοιο — θεόγλωσσος with the tongue of a god masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεογλώσσους — θεόγλωσσος with the tongue of a god masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεογλώσσων — θεόγλωσσος with the tongue of a god masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεογλώσσῳ — θεόγλωσσος with the tongue of a god masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek